- σουφρωτός
- [суфротос] εκ. собранный в складки, сборки, наморщенный, нахмуренный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σουφρωτός — ή, ό, Ν [σουφρώνω] 1. σουφρωμένος, ζαρωμένος 2. μτφ. κλοπιμαίος … Dictionary of Greek